- ἐπικαταβάντες
- ἐπικαταβαίνωgo down toaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικαταβαίνω — ἐπικαταβαίνω (Α) 1. κατεβαίνω σ’ ένα μέρος («πρὸς τὴν πόλιν... ἐπικαταβάντες», Θουκ.) 2. εκτείνομαι προς τα κάτω («ὀδύναι εἰς τὰς χεῑρας ἐπικαταβαίνουσαι», Ιπποκρ.) 3. εξέρχομαι εναντίον τού εχθρού … Dictionary of Greek